ἔγχη

ἔγχη
ἔγχος
spear
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἔγχος
spear
neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἐγχέω
pour in
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ἐγχύνω
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”